- ερασιτεχνία
- η любительство, дилетантство;
καλλιτεχνική ερασιτεχνία — художественная самодеятельность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλλιτεχνική ερασιτεχνία — художественная самодеятельность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερασιτεχνία — η [ερασιτέχνης] η ιδιότητα τού ερασιτέχνη … Dictionary of Greek
ερασιτεχνία — η 1. το να είναι κανείς ερασιτέχνης. 2. η ασχολία με κάτι που σκοπό έχει την ευχαρίστηση κι όχι την άσκηση επαγγέλματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερασιτεχνισμός — ο [ερασιτέχνης] η ερασιτεχνία … Dictionary of Greek
ρασιτεχνικός — ή, ό [ερασιτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερασιτέχνη ή στην ερασίτεχνία («ερασιτεχνικός θίασος») … Dictionary of Greek
ερασιτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ερασιτέχνη ή σε ερασιτεχνία: Ερασιτεχνικός αλιευτικός σύλλογος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)